Στάδια
νηματοποίησης λιναριου:
1.
Αφαίρεση λινόξυλου:
Παίρνανε ένα ένα τα ματσάκια, που ωστόσο είχαν στεγνώσει αφού είχαν αποξηραθεί
καλά στον ήλιο, και τα τοποθετούσε πάνω στη δαγκάνα, ή ξυλοδαγκάνα, και
ανεβοκατεβάζοντας τα σαγόνια της δαγκάνας, με δύναμη, μετακινώντας παράλληλα
και το μάτσο μπρος πίσω.
Η διαδικασία αυτή μπορούσε να γίνει και με μια κοπανίδα. Συνήθιζαν να
κοπανίζουν τα δεμάτια ξεκινώντας από τη ρίζα προς τα πάνω. Κατά το στάδιο αυτό
έσπαγε το ξυλώδες τμήμα του λιναριού και το περισσότερο έπεφτε. Ήταν ίσως το
πιο δύσκολο και κουραστικό στάδιο της νηματοποίησης του λιναριού και σε αυτό,
πιθανότατα, να οφείλονται τα παραμύθια και οι παροιμίες για τα πάθη του
λιναριού.
2.
Σπάθισμα
λιναριού:
Αφού περνούσαν
όλα τα μάτσα από τη δαγκάνα, προχωρούσε στο επόμενο στάδιο του λιναριού, που
ήταν το λεγόμενο «σπάθισμα».
Με το δεξί χέρι έπιαναν τη σπάθη, και άρχιζαν να σπαθίζουν το μάτσο του
λιναριού όπως κρέμεται, μέχρι να απομακρυνθούν όλα τα μικρά κομμάτια του
ξυλώδους κορμού του λιναριού.
3.
Χτένισμα ινών:
Με τα χερόκτενα δηλαδή «χτένιζαν» τις κλωστικές ίνες για να τις αραιώσουν και
μαλακώσουν περισσότερο, και ήταν πλέον απαλλαγμένες από άχρηστα κομμάτια ιστού
του λιναριού, από σκάρτες και μπερδεμένες ίνες που παρέμεναν από το τα
προηγούμενα στάδια.
Στο τέλος της επεξεργασίας και αυτής, έμεναν μονάχα οι καθαρές ίνες, πλέον
ίσες, ξεμπερδεμένες και οι πιο γερές.
4.
Τύλιγμα στη ρόκα.
Στο επόμενο στάδιο οι υφάντρες τύλιγαν το λινάρι στη ρόκα. Το λινάρι
απαλλαγμένο πια από κάθε περιττό κομμάτι με ευκολία μπορούσε να απλωθεί ομοιόμορφα γύρο από τη
ρόκα περιμένοντας στην επόμενη φάση να μετατραπεί σε νήμα.
5.
Κλώσιμο ή γνέσιμο
Το γνέσιμο ήταν μια εργασία που
απαιτούσε τεχνική δεξιοτεχνία, υπομονή και πρακτική εμπειρία. Οι νέες συνήθως
δεν είχαν αρκετή εμπειρία σε αυτή τη δουλειά, οπότε συνήθως ήταν οι πιο
ηλικιωμένες κυρίως γυναίκες που ανέλαβαν αυτό το καθήκον. Είναι συνηθισμένο να
βλέπει κανείς αυτές τις γυναίκες να γνέθουν στη γειτονιά, στο σπίτι τους ή
ακόμα και στα χωράφια.
Οι γνέστρες ξεχώριζαν μια ποσότητα από
λαναρισμένο μαλλί ή κούκλες λιναριού, την άφηναν να πάρει μήκος και στη
συνέχεια την έστριβαν με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού τους για να δημιουργήσουν
την κλωστή. Ανάλογα με την επιθυμητή πυκνότητα και ποιότητα του νήματος, οι γνέστρες
ρυθμίζανε την ποσότητα του υλικού που χρησιμοποιούσαν. Σιγά σιγά και σταθερά
λιγόστευε η τουλούπα στη ρόκα και φούσκωνε το νήμα γύρω από το αρδάχτι.
Η τεχνική αυτή απαιτούσε σταθερότητα και επιδεξιότητα, καθώς και την ικανότητα
να αντιληφθούν τις διαφορές στο πάχος και στην ποιότητα του νήματος. Το
αποτέλεσμα έδειχνε την επιδεξιότητα και την εμπειρία της κλώστριας, καθώς μια
έμπειρη γνέστρια θα μπορούσε να παράγει λεπτοκαμωμένα, καλοστριμμένα και
ομοιόμορφα νήματα.

Μετά τη μετατροπή των ινών του λιναριού
σε κλωστές, ξεκινούσε η διαδικασία του ύφανσης στον αργαλειό. Στα παλαιότερα
χρόνια, τόσο το στημόνι όσο και το φάδι κατασκευάζονταν από λινό νήμα. Ωστόσο,
αργότερα, άρχισαν να χρησιμοποιούνται μπαμπακερό νήμα για το στημόνι και λινό
για το φάδι. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνταν τα λεγόμενα
"λινοβάμβακα" ρούχα.
Νηματοποίηση Λιναριού