Επεξεργασία λιναριού:
Αφού
ξεπάτωναν το λινάρι, το κάνανε μάτσα μάτσα, όσα χωράνε στις φούχτες των δύο
χεριών, το τινάζανε ελαφρά να φύγει το τυχόν χώμα από τις ρίζες, και τα δένανε
με το ίδιο το λινάρι.

Στη συνέχεια τα άφηναν να ξεραθούν πριν από την εξαγωγή των
χρησιμοποιούμενων μερών τους. Αφού το λινάρι ξεραθεί καλά παίρνανε ένα ένα το
ματσάκι και το τοποθετούσαν με τη πλευρά που είχε τα «κεφάλια» πάνω σε μία
πέτρα, και με ένα ξύλινο κόπανο κοπάνιζαν ελαφρά τα κεφάλια τους, να σπάσουν,
και να χυθεί ο λιναρόσπορος. Το κοπάνισμα του λιναριού για να φύγει ο σπόρος,
έπρεπε να γίνει με προσοχή, ώστε να μη σπάσει και αχρηστευθεί.

Το λινάρι έχει ένα κεντρικό ξυλώδες τμήμα και ένα εξωτερικό ινώδες τμήμα.
Για να απαλλαγούν από το ξυλώδες τμήμα, το οποίο είναι άχρηστο και μπορεί να
εμποδίζει τη διαδικασία νηματοποίησης, οι καλλιεργητές βάζανε τα μάτσα του
λιναριού μέσα σε νερό για 15 με 25 μέρες ώσπου ο ξυλώδης φλοιός του λιναριού να
σαπίσει καλά. Το μούσκεμα του λιναριού μπορούσε να γίνει είτε σε δεξαμενές με
νερό, είτε σε ποτάμια ή θάλασσες. Συνήθιζαν να “πετρώνουν” όπως λέγανε το
λινάρι, δηλαδή βάζανε πάνω του βαριές πέτρες ή κουτσούρια για να μην επιπλέει
και να είναι σίγουροι πως όλο το λινάρι θα παραμείνει βυθισμένο στο νερό. Αυτή
η διαδικασία η οποία λέγεται «βρόχιασμα», βοηθούσε στην απομάκρυνση των ίνων
από το ξυλώδες μέρος του λιναριού, καθιστώντας τις ίνες πιο ευέλικτες και
εύκαμπτες για την περαιτέρω επεξεργασία και νηματοποίηση.


Στη συνέχεια τα βγάζανε από το
νερό και τα στοιβάζανε στον ήλιο όρθια για να στεγνώσουν για 10 με 15 μέρες
περίπου.
Μετά τη στέγνωση του λιναριού, ακολουθεί μια σειρά επεξεργασιών μέχρι να
απομείνουν μόνο οι καθαρές ίνες του, οι οποίες μπορούν στη συνέχεια να
μετατραπούν σε νήμα.