Ο μεταξοσκώληκας. Ήταν ένα πράγμα ψιλό σαν τη ζάχαρη
ο σπόρος.
Τον εστρώναμε σ’ένα πανί ή προπαντός άμα ήτανε χειμώνας τον βαστούσανε
στο
στήθος για να ζεσταθεί να ανοίξει. Τ’
απλώναμε σ’ένα πανί καθαρό το σπόρο, κι
αυτός γινότανε ένα μικρό-μικρό σκουληκάκι. Στην αρχή που δεν μπορούσε
φάει παχύ
φύλλο, του ρίχναμε τα πιο λεπτά φυλλαράκια από τη μουριά, και σιγά-σιγά
πιο μεγάλα φύλλα. Άνοιγενε, μεγάλωνε. Είχαμε μεγάλες σανίδες,
μεγάλες πόρτες, καλαμωτές τις λέγαμε, από καλάμια, και τα αραιώναμε,
γιατί
πλήθαινε, μεγάλωνε, χόντραινε. Τα μοιράζαμε σε περισσότερα, πολύ
περισσότερα (Σημ. σε περισσότερες καλαμωτές),
για να απλώσουνε. Γιατί άμα ήταν πολλά
μαζί «έβραζαν» και ψόφανε. Το αραιώνανε κάθε μέρα. Το ταϊζανε. Έκανε
ένα θόρυβο όμορφο «φρρρρ». Ήταν πολύ όμορφα. Και μύριζε ωραία. Άμα
έμπαινες στο σπίτι που το ‘φτιαχνε μύριζε.
Μετά μας απαγορεύαν οι γειτόνοι, να μην τηγανίζουμε ψάρια, να μην
ανάβουμε το
ξυλόφουρνο γιατί θα ψοφήσει, να μην έχουμε κακές μυρωδιές γιατί δεν
τ’άντεχε ο
σκώληκας. Άμα τύχαινε να ψοφήσει
γίνονταν φασαρίες... ψόφησες μου το μετάξι, γιάντα μαγείρεψες, γιάντα
άναψες το φούρνο.
Όταν έφτανε η ώρα να πλέξει το κουκούλι, ο
σκώληκας έκανε σάλια. Βρίσκαμε φύλλα από χαρουπιά και μέσα στο
χαρουπόφυλλο
έκανε το κουκούλι, ή από θάμνους, απο αχινοπόδια, από γούβουρα, που
λέγαμε ένα
χόρτο. Το στρώναμε γύρω γύρω στο κάθε
τραπέζι κι αυτό πήγαινε σιγά σιγά και τρύπωνε κι έκανε το κουκούλι.
Ωραίο πράγμα, πάρα πολύ ωραίο ήτανε. Μετά όταν
δεν υπήρχε άλλο πια, το αφήναμε καμπόσες μέρες για να σταθεροποιηθεί.
Μετά τα βγάζαμε και μύριζε ωραία το φύλλο. Κουκούλια μεγάλα, ωραία.
Και τα πηγαίνανε
στον ήλιο για να ψοφήσει ο σκώληκας μέσα (Σημείωση:
σκεπασμένα με πανί για να μην υπάρχει άμεση έκθεση στον ήλιο. Τα νεώτερα χρόνια
κάποιοι τα έβαζαν για λίγη ώρα στον οικιακό φούρνο, αλλά συχνά προκαλούσαν
υποβάθμιση του μεταξιού, καθώς αποτύγχαναν να διατηρήσουν ήπια θερμοκρασία.
Συνεπώς η ασφαλέστερη μέθοδος παραμένει η παραδοσιακή, με το άπλωμα στον ήλιο.
Η πληροφορια αυτή προέρχεται από συζητήσεις που έγιναν στον Κρούστα).
Άμα ηθέλανε να κάνουν κι άλλο μετάξι, αφήναμε
δυο τρία καλά κουκούλια που μας αρέσανε και βγαίναν από μέσα πεταλούδες. Από
σκούληκα έβγαινε πεταλούδα. Αυτές τις πεταλούδες τις βάζαμε πάλι σ’ένα πανί και
ζευγαρώνανε και κανάνε πάλι σπόρο. Κι αυτόν το σπόρο τον αφήναμε πάλι ορισμένες
μέρες και μετά άνοιγε πάλι από μόνο του και κάναμε δίφορο μετάξι, δυό φορές το
χρόνο. Αυτό το δίφορο δεν είχε τόση αντοχή όπως το πρώτο.
Μετά πηγαίναμε στη σβίγα (Σημείωση: τύπος μεγάλης ανέμης που γύρω τυλιγόταν το μετάξι). Ήταν ένα μεγάλο καζάνι με φωτιά από κάτω και
βάνανε νερό κι έβραζε και ρίχνανε μέσα τα κουκούλια. Ξέρανε πόση ώρα έπρεπε να
ζεσταθούν, και μετά τα ανακατεύανε και μπερδεύονταν όλες οι κλωστές στην άκρη
του ξύλου. Ήτανε πάρα πολύ ωραίο. Ήτανε μια πολύ μεγάλη σβίγα και τυλίγαμε το
μετάξι. Η σβίγα που υπάρχει στην έκθεση στον Κρούστα είναι μικρή. Η σβίγα που
χρησιμοποιούσαν παλιά στα χωριά είχε διπλάσιο περίπου μεγέθος. Μετά βγάζαμε το μετάξι από τη σβίγα και το
κάναμε στρουμπί. Στρουμπιά τα λέγαμε.
Αυτό το πράγμα που βγάναμε από τη σβίγα (Σημείωση:
την κούκλα των μεταξωτών ινών) το τυλίγανε
πολλές φορές για να μικράνει, το διπλώνανε στη μέση μια φορά, το ξαναδιπλώνανε
δεύτερη φορά και στο τέλος το στρίβανε και γινότανε στριφτό και το δένανε από
την απάνω μεριά με φίογκο με άλλο μετάξι και το κρεμούσανε για να στεγνώσει (Σημείωση: στη σκιά, όχι σε άμεση έκθεση
στον ήλιο). Άλλη έκανε πέντε
στρουμπιά, άλλη δύο, άλλη ένα, γιατί δεν είχε πολύ μετάξι, άλλη δέκα. Το ένα
στρουμπί μπορεί να ήτανε και μισό κιλό. Για να φτιάξουν πανί μιτώναν δύο
κλωστές σε κάθε μιτάρι. Άμα θέλανε κάτι άλλο, μονότριχο το λέγανε, βάζανε μια
κλωστή. Στην κατοχή τα υφαίνανε
κουστούμια. Άμα είχες κανένα άνθρωπο να σπουδάζει, δεν είχαμε ρούχα και τα
δίνανε (σημ. το μεταξωτό πανί) στο
ράφτη και τα έραβε κουστούμια, πουκάμισα, φορέματα για τις γυναίκες, μπολίδια. Μπολίδια
του χαλιού με κρόσια που τα βάνανε μετά.